- βραχυχρόνιος
- -α, -οαυτός που διαρκεί λίγο: Οι γιορτινές μέρες μού φαίνονται πάντα βραχυχρόνιες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βραχυχρόνιος — of brief duration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυχρόνιος — ια, ιο (AM βραχυχρόνιος, ον) σύντομης διάρκειας, ολιγοχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + χρόνιος < χρόνος (πρβλ. μακροχρόνιος, πολυχρόνιος)] … Dictionary of Greek
βραχυχρονιώτερον — βραχυχρόνιος of brief duration adverbial comp βραχυχρόνιος of brief duration masc acc comp sg βραχυχρόνιος of brief duration neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυχρόνιον — βραχυχρόνιος of brief duration masc acc sg βραχυχρόνιος of brief duration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυχρονιώτερος — βραχυχρόνιος of brief duration masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυχρονίου — βραχυχρόνιος of brief duration masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυχρονίους — βραχυχρόνιος of brief duration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυχρονίῳ — βραχυχρόνιος of brief duration masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυχρόνια — βραχυχρόνιος of brief duration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυχρόνιε — βραχυχρόνιος of brief duration masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)